ρακοπότης

ρακοπότης
ο любитель выпить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρακοπότης" в других словарях:

  • ρακοπότης — ο, Ν αυτός που πίνει συχνά ρακή ή αυτός που καταλανώνει μεγάλες ποσότητες ρακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί / ρακή + πότης (< πίνω), πρβλ. κρασο πότης] …   Dictionary of Greek

  • ρακάς — ο, Ν [ράκος] 1. ρακοπώλης 2. ρακοπότης …   Dictionary of Greek

  • ρακιτζής — ο, Ν 1. πωλητής ή παραγωγός ρακής, ρακοπώλης 2. ρακοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ρακοποσία — η, Ν [ρακοπότης] υπερβολική κατανάλωση ρακής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»